- καλλυντικός
- η , ό[ν] косметический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλλυντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ομορφαίνει, να εξωραΐζει το πρόσωπο ή το σώμα 2. το ουδ. ως ουσ. το καλλυντικό είδος σκευάσματος που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση τής ομορφιάς τού προσώπου ή τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλυντής. Η λ.… … Dictionary of Greek
καλλυντικός — ή, ό 1. καλλωπιστικός: Η ουσία αυτή είναι καλλυντική. 2. το ουδ. ως ουσ., καλλυντικό κάθε είδος καλλωπιστικής συσκευασίας: Αγόρασα καλλυντικά για το πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)